- ευκτήδων
- εὐκτήδων, -ον (Α)(για ξύλο)1. αυτός που έχει ευθείες, ίσιες ίνες2. αυτός που σχίζεται εύκολα, ο ευκολόσχιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτηδών «ίνα τού ξύλου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐκτηδόνων — εὐκτήδων straight grained gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκτέανος — (I) εὐκτέανος, ον (Α) πλούσιος, ευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτέανον «αγαθό» (< κτώμαι)]. (II) εὐκτέανος, ον (Α) ευκτήδων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτέανος, που απαντά στον Ησύχ. στον τ. ευθυ κτέανον και ιθυ κτέανον] … Dictionary of Greek